κριόστασις

κριόστασις
κριόστασις
station
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κριόστασις — κριόστασις, έως, ἡ (Α) η ξύλινη βάση τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + στάσις (< ἵστημι), πρβλ. βού στασις, ιππό στασις] …   Dictionary of Greek

  • κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”